- λεπρωματώδης
- -εςιατρ. αυτός που εμφανίζει στοιχεία λεπρώματος ή που μοιάζει με λέπρωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lepromatous (< lepromat- < leproma < υστερολατ. lepra < λέπρα) + αγγλ. κατάλ. -ous].
Dictionary of Greek. 2013.